ἀπορῆσαν

ἀπορῆσαν
ἀπορέω
aor part act neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Ζεν — Μία από τις πολυάριθμες βουδιστικές αιρέσεις, που στηρίζεται στην πεποίθηση ότι η αυτοσυγκέντρωση αποτελεί τη βασική πηγή του εσωτερικού φωτισμού. Πρόκειται για ιαπωνική λέξη, που προέρχεται από την κινεζική τσαν, που με τη σειρά της προέρχεται… …   Dictionary of Greek

  • αετοράχη — αετοράχη, η και αϊτοράχη, η απόγκρεμνη ράχη ψηλού βουνού όπου μπορούν να πλησιάσουν μονάχα αϊτοί: Απόρησαν κι οι ίδιοι πώς είχαν σκαρφαλώσει σε μια τέτοια αϊτοράχη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”